- προσπαρατρώγω
- Α1. δαγκώνω κάτι ακόμη στα πλάγια2. μτφ. προσβάλλω την υπόληψη κάποιου ακόμη μια φορά, τόν εξευτελίζω επιπροσθέτως («προσπαρατρώγειν καὶ τοὺς λοιποὺς Σωκρατικούς», Διογ. Λαέρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + παρατρώγω «δαγκώνω στο πλάι, κόβω με τα δόντια»].
Dictionary of Greek. 2013.